αίσχο(ς)(λ)



Νομοθετικά
νόμιμοι
άνδρες
νομοθετούν

νόμιμα
νόμους για να
νομιμοποιήσουν
νόμιμα και
νομικά τον
ανόητο *
εγωισμό τους.

* συνώνυμα βλάκας, ηλίθιος, χαζός· (μεταφορικά) βλίτο, βούρλο, κουμπούρας, κούτσουρο, μπούφος, ντουβάρι, τούβλο

Εύη Γκάλαβου


Σχόλια