Άτιτλο ΙΙ

   Τα πρωινά έβγαινα απ’ την ασφυξία της απουσίας σου και διοχέτευα την ύπαρξη μου σε μια γυμνή βεράντα, με μια ψηλή πέργκολα που ταξίδευαν πάνω της δελφίνια και κοχύλια από ένα λειψό καλοκαίρι, που δεν κατάφερα ούτε και τότε να σε διεκδικήσω από μια ιδέα βαθιά σφηνωμένη στο κορμί.
   Μια ανδρική αύρα, η δική σου, μου αποσπούσε το κουρασμένο βλέμμα. Έγινε συνήθεια που την αποζητούσα για συντροφιά ακόμα και μέσα στο αποπνικτικό άδειο μυαλό. Ξαφνικά άρχισε να παίρνει μορφή και να με τυλίγει με τα μουδιασμένα της χέρια.
   Νωχελικά άρχισα να σαλπάρω μαζί της, βγάζοντας απ’ τα πνευμόνια μου τον καπνό σου, που ρουφούσα αιώνες πριν.
   Έφτασε να μεταμορφώνεται σε σκορπιό, που ακόμα και τα βράδια συνέχιζε να με αποπλανεί μέσα στο μυαλό του.
   Ένα πρωινό, χωρίς να ρίξω πάνω μου ένα βλέμμα και να κρύψω τη γύμνια μου, ακολούθησα τα χνάρια της που άφησε το ξημέρωμα όταν έφυγε απ’ την κλίνη μου.
   Ήταν μπροστά μου, άπλωσα το χέρι μου και ένιωσα το δηλητήριο να κυλάει στις φλέβες μου τόσο καταστροφικά.

   Αυτό ήταν για τα επόμενα χρόνια· ακολουθούσα υπνωτισμένη σε λιμάνια και ερήμους έναν ίσκιο, μια παγίδα…



Εύη Γκάλαβου 2012


Σχόλια