Η Χιονάτη και ο ΣπαϊντερΜαν.




          Μια φορά κι έναν καιρό, πολλούς αιώνες πριν, ίσως πριν την Εύα και τον Αδάμ,  η Χιονάτη κειτόταν νεκρή σ’ ένα γυάλινο κλουβί. Οι επτά νάνοι δε ζούσαν πλέον,  ένας ένας έπεφταν κάτω απ’ την πείνα και την κούραση να φυλάνε το γυάλινο κλουβί της Χιονάτης.
          Κι έτσι έμεινε μόνη της! Και κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου ή του άδικου, δεν έμαθα ποτέ.
Περίμενε, υποτίθεται τον πρίγκιπα. Είχε στα χέρια της το μαντήλι, φορούσε το καλό της χαμόγελο, είχε τέλεια χτενισμένα τα μαλλιά φορώντας την κόκκινη στέκα.
          Ο Σπάιντερμαν απ’ την άλλη  είχε χαθεί μέσα στο δάσος. Είχε παραισθήσεις απ’ το τσίμπημα της αράχνης και παραπατούσε. Έβλεπε αμαζόνες τις λεύκες, ιαματικά λουτρά της Κίρκης τους θάμνους, την Κοκκινοσκουφίτσα χωρίς τον λύκο και έτρεχε να κλέψει μυαλό, κορμί, ψυχή ούτε και τον ένοιαζε τι.
          Πέρασαν μέρες ήρθε στα συγκαλά του, έκλαψε, έβρισε την τύχη του ώσπου βρήκε το σπιτάκι των νάνων. Όρμησε και λεηλάτησε τα πάντα, δεν τον απασχολούσαν ούτε οι αράχνες που φώλιαζαν, ούτε η σκόνη που πρωταγωνιστούσε γυμνή σε κάθε γωνιά.
          Ανακάλυψε τα διαμάντια, τα ζαφείρια, χρυσό και ασήμι, όλα όσα είχαν εξορύξει οι νάνοι και που βεβαίως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πήραν μαζί τους στον τάφο τους.
          Κάποια στιγμή επιτέλους ξημέρωσε, στο δάσος δεν έβλεπες ούτε τη μύτη σου. Ομίχλη, υγρασία, λάσπες. Ζώο δεν περπατούσε έξω. Ενώ μέσα στην καλύβα ο μόνος ήχος ο βήχας του Σπάιντερμαν και οι βρισιές του.
          Η Χιονάτη μέσα στο γυάλινο κλουβί έξω στο κρύο, είχε για συντροφιά θάμνους που κάλυπταν το διαφανές φέρετρο και αγριόχορτα. Κάπου- κάπου φύτρωνε κανένα ξεχασμένο μωβ λουλούδι μα δεν άντεχε για πολύ τη μοναξιά και μαράζωνε,  έτσι έπεφταν οι σπόροι του κάτω στο χώμα και ξαναφύτρωνε, έπειτα βαριαναστέναζε,  μελαγχολούσε και στο τέλος σάπιζε, χανόταν και ξανά απ' την αρχή.
          Άρχοντας ο Σπάιντερμαν με ξένο σπίτι, με ξένους θησαυρούς, έπινε, έτρωγε, συνέχιζε την εξάσκηση με τους ιστούς ώσπου άρχισε να βαριέται. Αποφάσισε να βγει απ’ την καλύβα, να δει τον κόσμο ολόκληρο ή έστω αυτά που ίσως να έκρυβε μέσα του το δάσος.
          Οριοθέτησε την περιοχή με το βλέμμα, έκανε ένα γρήγορο πλάνο αρχής και τέλους. Έβαλε σε μια πετσέτα λίγο ψωμί, λίγο τυρί, λίγες ελιές, ένα κρεμμύδι και ξεκίνησε την εξερεύνησή του. Κάποια στιγμή δίψασε, σκέφτηκε πως δεν το είχε προβλέψει, έβρισε την ανοργανωσιά του και αποφάσισε να επιστρέψει για νερό.
          Έκανε μεταβολή και τότε διαπίστωσε πως το πολύ που είχε κάνει ήταν δέκα βήματα μετρημένα.  Σκέφτηκε πως μ’ αυτόν τον ρυθμό θα εξερευνούσε το δάσος σε μερικά χρόνια και είχε ήδη αρχίσει να κουράζεται. Ίσως τα τρόφιμα να του ήταν βάρος αποφάσισε πως θα έπαιρνε μόνο νερό, τροφή θα έβρισκε στη διαδρομή.
          Πήρε λοιπόν ένα μπουκάλι νερό και επιτέλους ξεκίνησε, αν εξαιρέσει κανείς τους ρυθμούς χελώνας, πήγαινε καλά. Το βράδυ τον βρήκε μισό χιλιόμετρο μακριά απ' το σπίτι, προς στιγμήν σκέφτηκε να γυρίσει πίσω για να κοιμηθεί στα ζεστά και μαλακά στρώματα  αλλά αμέσως έδιωξε αυτή την σκέψη.
          Ήταν αποφασισμένος! Δεν θα άφηνε την σωματική κόπωση να μπει εμπόδιο, είχε έναν στόχο. Έπλεξε με τον ιστό του ένα μαλακό στρώμα στα γρήγορα και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Σαν πρώτο βράδυ και έξω απ' το σπίτι για πρώτη φορά, παραδόξως όλα ήταν ήσυχα. Κοιμήθηκε σαν πουλάκι.
          Μέσα σε μια εβδομάδα, είχε διανύσει μια απόσταση 4 χιλιομέτρων. Είχε πηδήξει ένα ορμητικό ποτάμι, είχε ανηφορίσει έναν άγνωστο λόφο μα ψυχή πουθενά. Πεινούσε, το νερό του είχε τελειώσει, οι σκέψεις του γύριζαν διαρκώς πίσω στο σπιτάκι των νάνων. Είχε μετανιώσει που ξεκίνησε αυτή την ανοησία.
          Εξερεύνηση δάσους και βλακείες! Αν υπήρχε έστω και μια ψυχή στο δάσος θα την είχε συναντήσει. Τι στο καλό, αόρατος είναι; Με νευρικές σκέψεις έφτασε σε ένα ξέφωτο. Πέταξε νευρικά το άδειο πλαστικό μπουκάλι κάτω στο υγρό χώμα, εκείνο τον εκδικήθηκε βρομίζοντας τη στολή του με λάσπες.

          Το αποφάσισε, θα γύριζε πίσω! Πολύ κούραση για το τίποτα. Γύρισε την πλάτη του στο ξέφωτο και ξεκίνησε για τον δρόμο του γυρισμού. Μα καθώς γύριζε πίσω παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα ίχνος του. Αναρωτήθηκε πως στο καλό βρέθηκε εκεί. Από που ήρθε, από ποιο μονοπάτι;
          Τι πονοκέφαλος! Διάλεξε στην τύχη ένα μονοπάτι και ξεκίνησε με την ελπίδα να τον οδηγήσει στο σπιτάκι με τους θησαυρούς. Θα φόρτωνε όσα μπορούσε σε μια παλιά Λαμποργκίνι που σκούριαζε εκεί έξω στην αυλή και θα την έκανε απ' εκεί.
          Αυτό ήταν! Πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα, τι δουλειά είχε με τις εξερευνήσεις; Επιτάχυνε το βήμα του, με το χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπο του και στα μάτια του μέσα καθρεφτίζονταν τα υλικά αγαθά.
          Πήγε να αποφύγει έναν σωρό απ’ αγκάθια και πράσινα γλιστερά χόρτα αλλά δεν τα κατάφερε και σκόνταψε, έπεσε κάτω και λερώθηκε η στολή του ακόμα πιο πολύ. Σηκώθηκε βρίζοντας για την κατάντια του και προσπάθησε να αφαιρέσει όση περισσότερη βρωμιά μπορούσε από πάνω του.
          Τα χέρια του είχαν γεμίσει λάσπες, χόρτα που κολλούσαν απ' το ένα χέρι στο άλλο, καθώς πάλευε να τα ξεφορτωθεί. Θυμωμένος έριξε γρήγορες ματιές γύρω του. Όχι, δεν είχε ξαναπεράσει από αυτό το μονοπάτι. Κοίταξε με μένος τον σωρό που τον έφεραν σε αυτή την βρώμικη κατάσταση.
          Κλώτσησε τον σωρό, μα κάπου βρήκε το πόδι του και ούρλιαξε από πόνο. Άρχισε να χτυπά με νεύρα τον αέρα γύρω του, να κλωτσά το έδαφος κάτω απ τα πόδια του, να βρίζει, να ξεριζώνει τα αγκάθια παρά τα αίματα που έτρεχαν απ τις παλάμες του...ώσπου... διαπίστωσε πως κάτι υπήρχε κάτω απ’ τα αγκάθια.
          Παιδεύτηκε πολύ ώσπου άνοιξε το καπάκι απ' τον γυάλινο τάφο της Χιονάτης. Εκείνη κειτόταν μαρμαρωμένη μέσα στη φωλιά της, αιώνες απ' το τελευταίο της χαμόγελο. Παγωμένη αλλά με καθαρά ρούχα, με μαραμένη ανθοδέσμη στα χέρια και την κόκκινη στέκα στα μαλλιά.
          Τη χάζευε για ώρα! Είχε ξεχάσει τον πόνο στις παλάμες απ' τα αγκάθια και τον πόνο στο δεξί πόδι, δεν αισθάνονταν πλέον τίποτα. Αναρωτιόταν τι να ήταν αυτό που έβλεπε μπροστά του. Μούμια; Κούκλα; Ακούμπησε με το χέρι του την κρύα σάρκα του πρόσωπου.

          Για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει όλα και να φύγει, είχε ήδη ένα στρωμένο σχέδιο στο μυαλό του. Για ποιο λόγο να χρονοτριβεί πάνω απ' ένα πτώμα; Έκανε να σηκωθεί μιας και καθόταν τόση ώρα με τα γόνατα κάτω στο βρεγμένο χώμα. Σκόνταψε και μη μπορώντας να κρατήσει ισορροπία και να κρατηθεί απ' κάπου, έπεσε με τους αγκώνες πάνω στο σώμα της Χιονάτης.
          Στο άγγιγμα αυτό, ένιωσε μια αηδία για το πτώμα. Γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να προσέξει πως η Χιονάτη είχε ξυπνήσει.
          Αυτή άνοιξε τα μάτια, θολά χωρίς να μπορεί να κοιτάξει καθαρά γύρω της, άρχισε να φοβάται. Ψέλλισε μερικά ονόματα νάνων, αλλά κανείς δεν της απάντησε. Στο άκουσμα της φωνής της ο Σπάιντερμαν γύρισε πίσω και την παρακολουθούσε υπνωτισμένος.
          Η Χιονάτη αισθανόμενη μια παρουσία στον χώρο και χωρίς να της αποκρίνεται έβαλε τα κλάματα. Αυτός την παρακολουθούσε αμίλητος, αργότερα αποφάσισε να την πλησιάσει. Άπλωσε το χέρι του και την ακούμπησε στον ώμο, αυτή έτρεμε ολόκληρη, αμίλητη και φοβισμένη.
          Πέρασε καιρός απ’ την πρώτη τους συνάντηση. Η Χιονάτη καθάριζε, μαγείρευε, έπλενε, πότιζε τα φυτά, καθάριζε την Λαμποργκίνι έξω απ το σπίτι των νάνων και κάθε απόγευμα περίμενε τον Σπάιντερμαν πίσω απ' την πόρτα του σπιτιού τους.
          Με το που έμπαινε μέσα αυτός, αυτή πηδούσε μπροστά του όλο χαρά και λαχτάρα, αυτός έκανε κάθε τόσο πως τρόμαζε. Τον ρωτούσε πώς πέρασε την ώρα του μέσα στο δάσος και το βλέμμα της είχε μια νοσταλγία για το δάσος και τα ζωάκια της.
          Δεν τα επισκέπτονταν πλέον είχε άλλες ασχολίες. Ένα σπίτι να φροντίσει, έναν Σπάιντερμαν να μεγαλώσει΄, πού χρόνος για περπάτημα όπως παλιά.
          Αυτός κάθε φορά που η εξάσκησή του με τον ιστό δεν πήγαινε όπως θα ήθελε, δεν ήθελε να αντικρίζει άνθρωπο μπροστά του. Και οι μέρες κυλούσαν και το κλουβί μίκραινε. Η Χιονάτη μαράζωνε όπως το μωβ λουλούδι δίπλα στον τάφο της. Τελευταία φορά που άνθισε ήταν η μέρα που το ξερίζωσε ο Σπάιντερμαν μέσα  στα νεύρα του.
          Ένα πρωί η Χιονάτη αποφάσισε πως ήθελε να ξαναβρεθεί στο μέρος όπου την βρήκε ο Σπάιντερμαν. Αυτός έλειπε όπως κάθε μέρα,  έτσι της ήταν πιο εύκολο, χωρίς να χρειαστεί να λογοδοτήσει, ν’ ανοίξει την πόρτα και να διαβεί ξανά το μονοπάτι για το ξέφωτο.
          Δε θυμόταν καθαρά τη διαδρομή, αλλά είχε μια ελπίδα πως θα το έβρισκε σήμερα κιόλας. Σκέπασε την Λαμποργκίνι με το προστατευτικό κάλυμμα, ο ουρανός σήμερα έμοιαζε απειλητικός. Δεν την εμπόδισε όμως να ακολουθήσει αυτό που είχε στο μυαλό της.
          Ξεκίνησε στην αρχή με γοργό βήμα, στην πορεία όμως μαγεύτηκε με την ομορφιά του δάσους και επιβράδυνε την ταχύτητα της, Παρά την βροχή, δεν σταμάτησε να το θαυμάζει. Πόσο της έλειπε! Θυμήθηκε πως αιώνες πριν περνούσε ξέγνοιαστες στιγμές εδώ μέσα και τα μάτια της δάκρυσαν. Αναρωτήθηκε γιατί ο Σπάιντερμαν δεν την άφηνε να κάνει βόλτες στο δάσος. Ίσως ήταν για το καλό της σκέφτηκε και συνέχισε την πορεία της.
          Η ώρα περνούσε και η Χιονάτη δεν έλεγε να γυρίσει πίσω αν δεν έβρισκε το ξέφωτο. Θα ήταν η πρώτη φορά που θα παράκουε τις εντολές του. Στη σκέψη αυτή ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά ολόκληρο το κορμί της.  Απ' την άλλη ίσως να χαίρονταν ο Σπάιντερμαν αν μάθαινε πως η Χιονάτη ήθελε να ξαναβρεθεί στο μέρος που της έδωσε ξανά ζωή. Ήταν τόσο ρομαντική αυτή η κίνηση σκέφτηκε η Χιονάτη και με κάθε της βήμα απομακρύνονταν όλο και πιο πολύ απ' όλα.
          Ώσπου επιτέλους, πριν την ανατολή της σελήνης το βρήκε! Η βροχή είχε σταματήσει. Πλησίασε διστακτικά, ο τάφος της ήταν εκεί έτσι όπως τον είχαν αφήσει. Άρχισε τότε η Χιονάτη να ονειροπολεί και να αναπολεί την παλιά της ζωή με τους νάνους. Κοίταξε για λίγο γύρω της, το μόνο που διέκρινε ήταν θάμνοι, δέντρα στο βάθος και αγριόχορτα. Για μια στιγμή της πέρασε η ιδέα να ψάξει για τα πτώματα των νάνων, αλλά η ώρα περνούσε και ίσως να ήταν επικίνδυνα για αυτήν να είναι τόσες ώρες μακριά εκεί έξω..
          Στο μυαλό της ξετυλίχτηκαν σαν ταινία, οι στιγμές  επιστροφής της στην ζωή. Στην πραγματικότητα περίμενε τον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο και το φιλί στα χείλη, αντ'  αυτού ζωή τής έδωσε ο Σπαϊντερμαν με μια αγκωνιά στο στήθος, λίγο βάρβαρος τρόπος σκέφτηκε μα έτσι έγινε, δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι. Θα μπορούσε βέβαια να ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα στο σπίτι, μα τα δέχονταν όλα απ' την αγάπη της για τον Σπάιντερμαν.
          Κοίταξε τον ουρανό, η σελήνη ήδη μεσουρανούσε και το σκοτάδι πυκνό. Φοβήθηκε, δεν της είχε τύχει άλλοτε να βρεθεί μόνη στο δάσος, ούτε την εποχή των νάνων, δεν την άφηναν εξαιτίας της κακιάς μάγισσας. Ξεκίνησε να φύγει, φοβισμένη όπως ήταν δεν πρόσεχε πού πατούσε, σκόνταφτε και έπεφτε διαρκώς μέσα σε λακκούβες, πάνω σε πεσμένα ξερά κλαδιά, σε αγριόχορτα, τα γόνατά της είχαν γεμίσει πληγές και έτρεχαν αίμα.
          Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, πιο πολύ τρόμαζε με αυτά που θα είχε να αντιμετωπίσει επιστρέφοντας στο σπίτι. Το δάσος είχε αρχίσει να ξυπνά απ' το λήθαργο της μέρας. Στο βάθος τής φάνηκε πως διέκρινε μια φιγούρα, ίσως να ήταν ο Σπάιντερμαν που την έψαχνε, τι τυχερή θα ήταν! Φώναξε το όνομά του, μα απάντηση δεν πήρε και τρόμαξε ακόμα πιο πολύ.
          Άρχισε να τρέχει, το φεγγάρι τής φώτιζε τη διαδρομή. Η φιγούρα όλο και πιο συχνά εμφανίζονταν μπροστά της. Καθώς έτρεχε η κόκκινη μπέρτα της πιάστηκε σε κλαδιά και την εμπόδιζαν να δραπετεύσει. Παιδεύτηκε για λίγα λεπτά, στρέφοντας την προσοχή της στα κλαδιά και αγνόησε την φιγούρα που την πλησίαζε.
          Το επόμενο πρωί ο ήλιος ξαναφάνηκε στον ουρανό, η δροσιά στο φύλλωμα των δέντρων γλιστρούσε παρά την θέληση της προς το χώμα. Οι νυκτόβιοι κάτοικοι είχαν αποσυρθεί στην γωνιά τους και την σειρά τους πήραν οι της πρωινής βάρδιας.
          Ο Σπάιντερμαν άνοιξε την πόρτα απ' το σπίτι των νάνων, φόρτωσε στην Λαμπρογκίνι τον σάκο που ήταν γεμάτος με τα πολύτιμά του πετράδια, έριξε ένα βλέμμα γύρω του και έφυγε.
          Το προηγούμενο βράδυ, πάνω απ' την σωρό της Χιονάτης είχαν μαζευτεί σαρκοφάγα ζώα που ξέσκιζαν τη λευκή της σάρκα. Ούτε ο ιστός της αράχνης ο οποίος ήταν σφιχτά τυλιγμένος στον λαιμό της και σε ολόκληρο το σώμα της δεν εμπόδιζε τα ζώα να συνεχίσουν τη δουλειά τους.

Εύη Γκάλαβου 2012


Σχόλια