Γιώργος Χ Θεοχάρης Ποιητής

Γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδος το 1951. Από το 1965 διαμένει στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Εργάσθηκε για πολλά χρόνια ως Τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης στη χημική βιομηχανία στην εταιρεία Αλουμίνιον της Ελλάδος.

Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και Διευθυντής έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, το οποίο εκδίδεται από το 1988 στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας Book Press.

Είναι γνώστης της Γαλλικής Γλώσσας.

Ποιήματά του, δοκιμιακά κείμενα και λογοτεχνικές κριτικές δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και λατινοαμερικάνικα.



Ε.Γκ. α) Αν θεωρήσουμε πως η σημερινή εποχή έχει αλλοτριώσει τον άνθρωπο, πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει η ποίηση; 
Γ.Χ.Θ.: Η ποίηση είναι αφ’ εαυτής παραμυθία και συνεπώς η ανάγνωσή της και η διαδικασία της γραφής της ισορροπούν την ανθρώπινη ύπαρξη, έτσι κι αλλιώς. Αλλά για να ωφεληθεί κανείς από την ποίηση είναι ανάγκη να προσέρχεται σ’ αυτήν αυτοβούλως και να πιστεύει στην δύναμη της ευεργεσίας της.

Ε.Γκ. β) Μέσα από το έργο του ο ποιητής συνήθως «απελευθερώνει» κρυμμένα κομμάτια της προσωπικότητας του και του χαρακτήρα του. Μιλήστε μας λίγο για τη διαδικασία της δημιουργίας όπως την αντιλαμβάνεστε εσείς.
Γ.Χ.Θ.: Η διαδικασία της δημιουργίας αποκτά νόημα μονάχα στο βαθμό που ο δημιουργός κατορθώνει να εμφυσήσει πνοή στον πηλό. Αν δεν το καταφέρει τότε το δημιούργημα δεν θα είναι παρά ένα ειδώλιο το οποίο θα σπάσει σε χίλια κομμάτια μόλις στεγνώσει ο πηλός και ξεραθεί η λάσπη του. Κι ακόμη, να επισημάνω, ότι ο αληθινός δημιουργός δεν μπορεί τίποτε να κρύψει ούτε κι ο ίδιος μπορεί να κρυφτεί μέσα στο δημιούργημά του, αλλ’ αυτό είναι πάντα ένας καθρέπτης στον οποίο αντανακλάται κάθε δυνατότητα και κάθε αδυναμία του δημιουργού του.

Ε.Γκ. γ) Είναι, σήμερα, οι ποιητές απρόσιτοι κατά την αντίληψη που έχει επικρατήσει από την εποχή των καταραμένων ποιητών; 
Γ.Χ.Θ.: Δεν είναι διόλου απρόσιτοι οι ποιητές σήμερα τουναντίον είναι κι αυτοί άνθρωποι με ανάγκες καθημερινές και ζουν και κινούνται ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Κι έχουν βαθειά επιθυμία να επικοινωνούν και να διαβάζονται και να μη ξεχωρίζουν απ’ τον κόσμο.

Ε.Γκ. δ) Θεωρείτε ότι ο Έλληνας και ειδικά τα νέα παιδιά διαβάζουν ποίηση; Και αν ναι, σε ποιους ακριβώς ποιητές δείχνουν την προτίμησή τους; 
 Γ.Χ.Θ.: Ποτέ –ούτε και σήμερα- η ποίηση δεν είχε στην Ελλάδα πολλούς αναγνώστες. Δεν διδάχτηκε στις εγκύκλιες σπουδές του ο νεοέλληνας να αγαπήσει την ποίηση σαν αξία. Το ποίημα στο σχολείο ήταν ένα ακόμη μαρτύριο εξετάσεων για τον μαθητή. Ελάχιστοι εκπαιδευτικοί καθοδήγησαν αναγνωστικά τα παιδιά ώστε να θελήσουν να διαβάσουν ποίηση, να ανακαλύψουν τους θησαυρούς της. Η ειδικότητα που απέχει ή έχει ελάχιστη εκπροσώπηση σε εκδηλώσεις ποίησης είναι εκείνη των φιλολόγων κι αυτό κάτι μας αποκαλύπτει, που δεν είναι άλλο από το ότι ακόμη και το πανεπιστήμιο δεν κατόρθωσε να εμπνεύσει στους φοιτητές της φιλοσοφικής την αγάπη για την ποίηση, αλλά τα πάντα σ’ όλο το οικοδόμημα της εκπαίδευσης κινούνται σε στοχεύσεις ωφελιμιστικές σχετικές με την εξασφάλιση επαγγελματικής αποκατάστασης και τίποτε πιο πέρα.

Ε.Γκ. ε) Αν δεν γεννιόσασταν στην Ελλάδα και ζούσατε σε κάποια άλλη χώρα, θα επιχειρούσατε να γίνετε κάτι άλλο εκτός από ποιητής;
Γ.Χ.Θ.: Μα δεν γίνεσαι ποιητής είναι η ποίηση που έρχεται και σε βρίσκει, όπως λέει και ο Τίτος Πατρίκιος, χωρίς να νοιάζεται για εθνοτικές και καταγωγικές αφετηρίες.     Συνεπώς η απάντηση είναι πως ό,τι άλλο κι αν έκανα επαγγελματικά θα έγραφα και ποιήματα παράλληλα, όπου κι αν ζούσα.

Ε.Γκ. στ) Ασκήσατε τεχνικό επάγγελμα στη βαριά βιομηχανία. Η ποίηση πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη ζωή σας, τι σημαίνει για εσάς και πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με την ποίηση;
Γ.Χ.Θ.: Δεν αποφασίζεις εσύ, σε ωθεί ανάγκη έκφρασης εσωτερική. Δεν ξυπνάς δηλαδή ένα πρωί και λες: Ωραία! καιρός να γίνω ποιητής! Αν μέσα σου δεν χλιμιντρίζει το άλογο της έκφρασης ποτέ δε θα γράψεις ποίηση, ποτέ δεν θα γίνεις καλλιτέχνης. Αν δεν ξύνει η οπλή του το χώμα της ψυχής σου ποτέ δεν θα χαράξεις στο χαρτί ούτε έναν φθόγγο. Κι όταν αυτό συμβεί, ε, τότε ναι σημαίνει τόσα πολλά για τη ζωή σου που μονάχα σε όποιον έτυχε να δωρηθεί το χάρισμα μπορεί να καταλάβει.

Ε.Γκ. ζ) Ποιες δυσκολίες συναντάτε στην ποιητική τέχνη από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την πραγμάτωσή της;
Γ.Χ.Θ.: Είμαι ποιητής της μιας κι έξω γραφής –στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής μου παραγωγής. Θέλω να πω ότι ελάχιστες φορές επανέρχομαι για να καλαφατίσω και να παλαμίσω το ποίημα. Όμως τα μπλοκάκια μου είναι γεμάτα με σπαράγματα στίχων, με σκέψεις της στιγμής, με ιδέες ανεπεξέργαστες, με καταγραφές περιστατικών και εικόνων, και όλα αυτά αποτελούν το ταμιευτήριο του ποιητή απ’ όπου αντλεί πότε τον τόκο και πότε το κεφάλαιο για να μπορεί να γράφει.

Ε.Γκ. η) Πείτε μας τι εκφράζετε με την ποίησή σας και τι θέση κατέχει ο έρωτας μέσα σ' αυτήν;
Γ.Χ.Θ.: Η ποίησή μου είναι αποτέλεσμα λογοτεχνικής επεξεργασίας των βιωμάτων μου καθώς και των βιωμάτων των συνανθρώπων μου που τυχαίνει να αντιλαμβάνομαι είτε από διηγήσεις είτε από συναναστροφή. Εκφράζω συνεπώς την υπαρξιακή αγωνία του καθημερινού ανθρώπου και προσπαθώ να αναδείξω τα στοιχεία της μοναδικότητας και της υπεροχής των μικρών καθημερινών πράξεων που συνήθως περνούν απαρατήρητες. Ο έρωτας αποτέλεσε ολοκληρωτικό στοιχείο έκφρασης στην πρώτη μου ποιητική συλλογή και έκτοτε έδωσε τη θέση του στην ανάδειξη της μνήμης ως ζωοποιού στοιχείου της ποίησης καθώς και στη μελέτη του θανάτου ως γεγονότος σαρωτικού της ύπαρξης.

Ε.Γκ. θ) Μιλήστε μας για τα βιβλία που έχετε γράψει μέχρι τώρα.
Γ.Χ.Θ.: Έχω εκδώσει 4 βιβλία ποίησης και έναν συγκεντρωτικό τόμο της ποιητικής μου παραγωγής. Έχω επίσης εκδώσει ένα βιβλίο ιστορικής έρευνας για τη Σφαγή στο Δίστομο από τα ναζιστικά στρατεύματα τον Ιούνιο του 1944. Για το βιβλίο αυτό τιμήθηκα το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας. Έχω επιμεληθεί πολλά βιβλία ομοτέχνων μου και, τέλος, διευθύνω το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον που εκδίδεται από το 1988.

Ε.Γκ. ι) Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο και πως η ποίηση απαλύνει τις πληγές του;
Γ.Χ.Θ.: Αντί άλλης απαντήσεως θα σας παραθέσω μια ποιητική μου προσέγγιση στην τυραννία του χρόνου, λέγοντάς σας ότι η ποίηση, όπως και κάθε μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας, είναι ένας τρόπος για να νιώθουμε μια ψευδαίσθηση αθανασίας. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Ενθύμιον (Καστανιώτης, 2004):

ΔΥΣΤΥΧΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ
*
Νερό είν’ ο χρόνος και κυλάει
μα οι άνθρωποι διψούνε.
*
Ο χρόνος χρόνια δεν κοιτά
μονάχα εμείς μετράμε.
*
Του χρόνου ο χρόνος άσωστος
τ’ ανθρώπου μια στιγμούλα.
*
Οι άνθρωποι θηράματα
και κυνηγός ο χρόνος.
*
Οι ώρες βόλια είναι καυτά
στου χρόνου το τουφέκι.
*

Πίσω απ’ τ’ ανθρώπου τα όνειρα
κρυφογελάει ο χρόνος.
*
«Του χρόνου» λέμε οι άνθρωποι
μα μόνο ο χρόνος ξέρει.
*
Πάλι με χρόνια με καιρούς
θα τρώει ο χρόνος χρόνια.

Ε.Γκ. κ) Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ακουστεί η φωνή ενός νέου λογοτέχνη στην Ελλάδα του σήμερα, όταν συναντά κλειστές τις  πόρτες των εκδοτικών οίκων;
Γ.Χ.Θ.: Πάντα ήταν δύσκολο για κάθε νέο ποιητή. Μη λησμονούμε πως ο Σεφέρης το 1931 εξέδωσε τη Στροφή σε 300 μονάχα αντίτυπα με έξοδά του και πουλήθηκαν ελάχιστα. Όμως σήμερα υπάρχει η δυνατότητα του διαδικτύου και των ψηφιακών εκδόσεων κι έτσι μπορεί κανείς να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες σε μια πρώτη φάση.

Ε.Γκ. λ) Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν για την ποίηση στην εποχή του διαδικτύου;
Γ.Χ.Θ.: Ελλοχεύει ο κίνδυνος της ευκολίας καθώς επίσης και ο κίνδυνος να καβαλήσει κανείς το καλάμι αθροίζοντας τα likes που προέρχονται από φιλοφρονητική διάθεση κι όχι από συγκλονισμό αναγνωστικό.

Ε.Γκ. μΈνα ποίημα είναι σπουδαίο όταν
Γ.Χ.Θ..: Ένα ποίημα είναι σπουδαίο όταν κερδίσει την αναμέτρηση με το χρόνο και εκφράσει γενιές αναγνωστών για μεγάλα διαστήματα. Αλλά και ένα ποίημα είναι σπουδαίο όταν έστω και ένας αναγνώστης δεχθεί την ευεργεσία του ρυθμού και του νοήματός του για μία και μόνο στιγμή. Και, τέλος, ένα ποίημα είναι σπουδαίο όταν κατά τη διάρκεια της γραφής του κατορθώσει να χαρίσει στον δημιουργό του αυτή την ψευδαίσθηση αθανασίας, που λέγαμε πιο πριν, απέναντι στην εξουσία του χρόνου και του θανάτου.

Ε.Γκ. ν) Πείτε μας ένα στίχο που σας χαρακτηρίζει απόλυτα.
Γ.Χ.Θ.: Παραθέτω την αρχή από την πρόζα ΤΑ ΠΛΟΙΑ του Κ.Π.Καβάφη, από την ενότητα «Ποιήματα φυλαγμένα στο αρχείο 1877;-1932»:


Από την Φαντασίαν έως εις το Χαρτί. Είναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα.





Κώστας Κουτσουρέλης  Ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής.

Γράφει για τον Γιώργο Χ Θεοχάρη.

Αγαπώ και εκτιμώ πολύ τα ποιήματά του. Βρίσκω ότι δείχνουν μια κριτική στάση απέναντι στην πραγματικότητα. Τεχνοτροπικά είναι από τους πλέον καταρτισμένους Έλληνες ποιητές σήμερα. Μπορεί να γράψει με πλήθος τρόπους. Και η γλώσσα του είναι μια πλήρης, χυμώδης ελληνική.









Νίκος Σιδέρης 
Ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, συγγραφέας, μεταφραστής και ποιητής





Η ερώτηση της ποίησης του ΓΧΘ

Όπως κάθε λόγος, και η ποίηση είναι ένας τρόπος απάντησης  σε κάποια (ρητή, υπόρρητη ή εξυπονοούμενη) ερώτηση.

Ποιο είναι άραγε το ερώτημα που υπόκειται της ποιητικής του ΓΧΘ; Που εμφανώς ή λανθανόντως οργανώνει τον ποιητικό του λόγο, ορίζοντας την κοίτη όπου συγκλίνουν τόσο οι κεντρικές όσο και οι παράπλευρες αναζητήσεις και ευρέσεις του; Ποιο είναι το χαρακτηριστικό μοτίβο, που διέπει τις παραλλαγές τού λόγου και των θεμάτων στα «Πιστοποιητικά Θνητότητας»;

Το εν λόγω θεμελιώδες μοτίβο είναι κάτι περισσότερο από  μία σκέψη διατυπωμένη σε λέξεις. Είναι μία αίσθηση του κόσμου, που εκδηλώνεται παντού ως υποκειμενικότητα − στην περίπτωση δε του Γ. Θεοχάρη, και ως ποιητικό εγχείρημα. Μια αίσθηση της ύπαρξης, η οποία ενσαρκώνει εκείνο το βάθρο της υποκειμενικότητας που η ψυχανάλυση τόσο εύστοχα αποκαλεί θεμελιακή φαντασίωση. Και αντιπροσωπεύει την εν φαντασία και λόγω περιγραφή του κόσμου και της θέσης του υποκειμένου μέσα σ’ αυτόν. Η πρωτογενής του διατύπωση δεν είναι λεκτική (συναρμολογείται κυρίως με αισθήσεις και εικόνες). Ωστόσο, μπορεί να αποδοθεί και λεκτικά. Στον κόσμο του Γ. Θεοχάρη, ειδικότερα, ως εξής: «Η αυτοκρατορία του πεπερασμένου».

Το ερώτημα περί του πεπερασμένου – αυτό είναι το μύχιο θεμέλιο αλλά και το κύριο πρίσμα θεώρησης του κόσμου για τον Γ. Θεοχάρη. Το μοτίβο το οποίο, σε πλήθος παραλλαγές (φούγκα), διαμορφώνει την ποίησή του. Ειδικότερα, τα «Πιστοποιητικά Θνητότητας», λόγω της ιδιαιτερότητας του κώδικα (ένα ιδιότυπο ποιητικό ιδίωμα) και της χαρακτηριστικής αφηγηματικότητάς τους, συνιστούν μια ραψωδία του πεπερασμένου. Μια συμφωνία με συνεκτικό στοιχείο το ερώτημα της έλλειψης που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατάσταση, σε ποικίλες εκφάνσεις της: Πεπερασμένο της εμπειρίας, πεπερασμένο των καταστάσεων, πεπερασμένο των σχέσεων, πεπερασμένο των ανθρώπων, πεπερασμένο του λόγου, πεπερασμένο της ύπαρξης.


 Ο Γ. Θεοχάρης προσεγγίζει το ερώτημα του πεπερασμένου υπό το πρίσμα της αγάπης (ερωτικής ή μη, για έμψυχα ή άψυχα του κόσμου). Αυτή η ιδιαίτερη ματιά, που μεταφράζεται αφηγηματικά σε πλήθος προσωπικές ή μη Οδύσσειες, προσδίδει μια χαρακτηριστική υποκειμενική χροιά στον λόγο του Γ. Θεοχάρη. Και οδηγεί στην ανάγκη της ποίησης, ως ύψιστη πνευματική απόπειρα εξορκισμού της τραγικότητας που αναδύεται από τη συνάντηση με το πεπερασμένο. Όπου η ποίηση λειτουργεί ως πλωτήρας για το σκάφος της ύπαρξης στη θάλασσα των πραγμάτων και της φθοράς τους και ως μύρο που ημερώνει τη σκληρότητα των πραγμάτων, του βίου και της Ιστορίας. Για το σκάφος εκείνο που «τα ξύλα του[ς] σκεβρώσανε απ’ την επιθυμία» – «Για τα ναυάγια που ποτέ,/ ποτέ δεν θ’ αξιωθούνε/ μα θα πεθάνουν στη στεριά χωρίς βυθό να ιδούνε.» («Τιμή και ναύλο» του 1990, σελ. 57).

Από το «δεν μπορείς» (νεανικά) στο «δεν ξέρεις» και το «αναρωτιέσαι». Κι από εκεί στο «Ξέρεις: Δεν γίνεται» − με την ποίηση, ωστόσο, να συντηρεί, ως υποκειμενική τοποθέτηση, το «Το ξέρω μεν, αλλ’ όμως…» : Μία παράδοξη εσωτερίκευση του κενού/της έλλειψης που οδηγεί το υποκείμενο πέραν του ερωτήματος και κάθε απάντησής του. Και συγκροτεί την ποίηση ως λόγο-γεννήτορα αληθείας ακόμη και ως προς εκείνα που δεν τα χωράει ο νους: Ως προς το τραύμα της ύπαρξης, ως προς την αμορφία του θανάτου, ως προς την αστάθμητη τύχη κάθε ανθρώπινου ονείρου, σχεδίου και εγχειρήματος. Αυτή η διαδρομή, υποκειμενική και ποιητική, αποτυπώνεται στο βιβλίο της μέχρι τώρα ποίησης του Γ. Θεοχάρη. Ο ίδιος ο τίτλος «Πιστοποιητικά θνητότητας», άλλωστε, είναι δηλωτικός: Όχι μόνο επιχειρεί έναν αδιανόητο εξορκισμό, μια παράδοξη υπέρβαση, εφόσον εξυπονοεί ότι η θνητότητα ίσως να μην υφίσταται – καθώς και ότι η με νόημα θνητότητα απαιτεί επικύρωση (από την ίδια την πορεία του βίου, ως επιτέλεση αυθεντικής υποκειμενικότητας). Αλλά και πιστοποιεί ότι ο ποιητής, αναδρομικά/ πανοραμικά ως προς την προσωπική του ιστορία, κατακτά τη βεβαιότητα της θνητότητας. Μιας θνητότητας η οποία  ανακατεργάζεται την αίσθηση του πεπερασμένου ως εμπειρία έλλογης συμφιλίωσης – που μάλιστα κατορθώνει και γίνεται ποιητικός λόγος.










η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Εύη Γκάλαβου



Σχόλια