Διονύσης Μαρίνος Ποιητής.



Σήμερα έχω τη χαρά να φιλοξενώ, όπως μαρτυρά και ο τίτλος, τον Διονύση Μαρίνο. Αυτή τη συνέντευξη την αποζητούσα καιρό. Ο Διονύσης πρόθυμος και συνεπής, σε αντίθεση με μένα που άργησα να τη δημοσιεύσω. Τον πρωτογνώρισα εδώ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΔΕΣΠΟΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ στη γειτονιά των blogs μερικά χρόνια πίσω, αργότερα τον συνάντησα στο Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας και το πρώτο βιβλίο του που διάβασα ήταν το "Τελευταία Πόλη". 
Όπως αναφέρει η Πόλυ Χατζημανωλάκη στο κείμενό της, που θα διαβάστε παρακάτω: "Τον έχουμε ανάγκη να γράφει."





Ο Διονύσης Μαρίνος γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1971 στην Αθήνα, πόλη στην οποία συνεχίζει και διαμένει. Είναι παντρεμένος, και τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Κατά περιόδους έχει εργαστεί σε τηλεοπτικούς σταθμούς, περιοδικά και γραφεία Τύπου.






Ε.Γκ. α) Αν θεωρήσουμε πως η σημερινή εποχή έχει αλλοτριώσει τον άνθρωπο, πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει η ποίηση; 

Δ.Μ. Η έννοια της αλλοτρίωσης φέρει ένα κοινωνιολογικό βάρος που προσπαθεί να αναλύσει την απώλεια των μέσων παραγωγής, την πραγμάτωση του ανθρώπου εντός της κοινωνίας και της σχέσης του με τον άλλο. Όχι όμως και με τον εαυτό του, με την τελετουργία της ύπαρξής του. Η ποίηση θεάται τον εσωτερικό μηχανισμό ανάφλεξης του ανθρώπου. Η ποίηση δεν βοηθάει ως βάλσαμο ή ως αποκούμπι. Η ποίηση είναι. Όποιος ψάχνει σ΄αυτήν ντιβάνια ψυχανάλυσης χάνει τη μαγεία της.




Ε.Γκ. β) Μέσα από το έργο του ο ποιητής συνήθως «απελευθερώνει» κρυμμένα κομμάτια της προσωπικότητας του και του χαρακτήρα του. Μιλήστε μας λίγο για τη διαδικασία της δημιουργίας όπως την αντιλαμβάνεστε εσείς.



Δ.Μ. Ο ποιητής δεν μιλάει για τον εαυτό του. Τι νόημα θα είχε η πρωτοεπίπεδη αυτοανάλυση; Η ποίηση μιλάει για τον άνθρωπο, για την ουσία του. Όχι για τον έναν ή τον άλλον συγκεκριμένα. Δεν είναι το δάχτυλο που δείχνει η ποίηση, αλλά το πλάτος του τοπίου. Η διαδικασία είναι απλή: χαρτί, μολύβι, ιδρώτας, τσιγάρο, τσίκνα, σκουπίδια, μυρωδιές, κούραση, νεύρα και πάλι από την αρχή. 





Ε.Γκ. γ) Είναι, σήμερα, οι ποιητές απρόσιτοι κατά την αντίληψη που έχει επικρατήσει από την εποχή των καταραμένων ποιητών; 


Δ.Μ. Όχι, η άπωση προέρχεται από τον κόσμο προς τους ποιητές. Η ποίηση είναι εκεί, υπάρχει στον αέρα. Τώρα αν η πλειοψηφία έχει ξεχάσει να αναπνέει, καλά να πάθει. Κάποια στιγμή θα σκάσει σαν μπαλόνι και φυσικά δεν θα ξέρει τι της φταίει. Όσο για τους καταραμένους ποιητές, ας τους αφήσουμε να ησυχάσουν στην κατάρα τους. Αρκετά τους ταλαιπωρούμε με αισχρούς και μετά θάνατον διθυράμβους. 




Ε.Γκ. δ) Θεωρείτε ότι ο Έλληνας και ειδικά τα νέα παιδιά διαβάζουν ποίηση; Και αν ναι, σε ποιους ακριβώς ποιητές δείχνουν την προτίμησή τους;  



Δ.Μ. Το ζητούμενο δεν είναι αν διαβάζουν, που δεν διαβάζουν, αλλά πώς προσεγγίζουν την ποίηση στις ελάχιστες απόπειρές τους. Με ποιο κώδικα διαβάζουν τις λέξεις; Ποια αναλυτική διαδικασία ακολουθούν; Η ποίηση τρομάζει τους τρομαγμένους. Εκείνοι που αγαπούν τη ζωή, ξέρουν να την διαβάζουν και να την ζουν μια χαρά την ποίηση. Τι διαβάζουν; Τους γνωστούς. Τούτο θυμίζει την άποψη που έχουν οι ξένοι για την ελληνική λογοτεχνία: λίγος Ελύτης, λίγος Καβάφης και ελάχιστος Σεφέρης. Λες και ο χρόνος σταμάτησε. Σαν να λες σε έναν Γερμανό πως έχει μόνο τον Γκαίτε να πορεύεται ή σε έναν Άγγλο πως μετά τον Σέξπιρ ήρθε το χάος. 





Ε.Γκ. ε) Αν δεν γεννιόσασταν στην Ελλάδα και ζούσατε σε κάποια άλλη χώρα, θα επιχειρούσατε να γίνετε κάτι άλλο εκτός από ποιητής;



Δ.Μ. Ούτε στην Ελλάδα είμαι ποιητής, ούτε και πουθενά αλλού. Δεν είναι θέμα γεωγραφικού πλάτους και θέσης το να είναι κανείς δημιουργός. Ακόμα και μέσα σε ένα σπιρτόκουτο αν έβαζες τον Δενέγρη, τον Κόρσο, τον Κέρουακ, τον Κρέιν, την Πλαθ ή τον Βαγιέχο και πάλι ποιητές θα ήταν.




Ε.Γκ. στ) Ασκείτε το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Η ποίηση πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη ζωή σας, τι σημαίνει για εσάς και πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με την ποίηση; 

Δ.Μ. Η ποίηση παίζει το ρόλο ενός παίκτη στο ρινγκ. Σου ρίχνουν και ρίχνεις. Ζεις με τις ελλείψεις σου και αυτές κάπως πρέπει να τις διαχειριστείς με τον πιο πρόσφορο τρόπο. Άλλος πίνει, άλλος κάνει υπνοθεραπεία, υπάρχουν και κάποιοι που γράφουν. 



Ε.Γκ. ζ) Ποιες δυσκολίες συναντάτε στην ποιητική τέχνη από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την πραγμάτωσή της;

Δ.Μ. Όσες και στη ζωή και λίγες παραπάνω. Υπάρχει εύκολη άσκηση με τις λέξεις; Για ρωτήστε έναν στρατιώτη, θα πετούσε έτσι για πλάκα μια χειροβομβίδα μέσα στον στρατώνα του; 



Ε.Γκ. η) Πείτε μας τι εκφράζετε με την ποίησή σας και τι θέση κατέχει ο έρωτας μέσα σ' αυτήν; 

Δ.Μ. Εκφράζω το πάντα και τίποτα συγκεκριμένο. Και τον έρωτα και το θάνατο και το λουλούδι και το πικραμύγδαλο και την πεταλούδα στο ποτήρι και τη θεία μου που πέθανε και τον πολιτικάντη της δεξιάς και της αριστεράς και το τσιγάρο που κάπνισα πριν από λίγο και τα λουλούδια που πρέπει να ποτίσω στο μπαλκόνι. Απλά πράγματα, δηλαδή παράξενα πράγματα μιας παράξενης βιωτής. 



Ε.Γκ. θ) Μιλήστε μας για τα βιβλία που έχετε γράψει μέχρι τώρα.


Δ.Μ. Δυο μυθιστορήματα και μια ποιητική συλλογή. Αυτά έχω καταφέρει να γράψω μόνος μου. Για τους άλλους δεν ευθύνομαι. Τις λεπτομέρειες όποιος επιθυμεί, μπορεί να τις ψάξει. 




Ε.Γκ. ι) Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο και πως η ποίηση απαλύνει τις πληγές του;


Δ.Μ. Έχω την ίδια σχέση που έχει και εκείνος μαζί μου. Τώρα που γράφω ο χρόνος περνάει ανεπιστρεπτί. Όσο το ποτάμι δεν θα γυρίζει πίσω, τόσο ο άνθρωπος θα διψάει και αυτή η αιώνια δίψα είναι ο πυρήνας της ποίησης που σκαρώνει. 




Ε.Γκ. κ) Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ακουστεί η φωνή ενός νέου λογοτέχνη στην Ελλάδα του σήμερα, όταν συναντά κλειστές τις πόρτες των εκδοτικών οίκων;

Δ.Μ. Θέλει τύχη και υπομονή και επιμονή, αλλά το παιχνίδι ήταν πάντα άγριο και σκληρό. Όποιος πιστεύει στο έργο του δεν θα χαθεί. Ή, μάλλον, αυτός μπορεί να χαθεί, οι λέξεις του ποτέ. 



Ε.Γκ. λ) Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν για την ποίηση στην εποχή του διαδικτύου;


Δ.Μ. Η ευκολία. Η ποίηση έχει τους δικούς της χρόνους. Το να πίνεις ένα ποτό μονορούφι, δεν σημαίνει ότι το ευχαριστιέσαι κιόλας. Εκτός αν είσαι γερό ποτήρι, αλλά δεν το βλέπω σε πολλούς. 


Ε.Γκ. μ)  Ένα ποίημα είναι σπουδαίο όταν…


Δ.Μ. Δεν καμώνεται πως είναι σπουδαίο.




Ε.Γκ. ν) Πείτε μας ένα στίχο που σας χαρακτηρίζει απόλυτα.

Σαχτουρικός από ιδιοσυγκρασία, είναι από το ποίημα «Ο στρατιώτης ποιητής». 
Δὲνἔχω γράψει ποιήματα
δὲνἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω








Λίγα λόγια για τον Διονύση Μαρίνο που έχω γνωρίσει, της Πόλυς Χατζημανωλάκη






Γνωρίζω τον Διονύση Μαρίνο επειδή έχω διαβάσει δυο βιβλία του. Ζούμε στην ίδια πόλη, είναι αλήθεια και έχουμε συναντηθεί. Τον έχω δει να κάθεται σεμνός, αμίλητος στις πίσω θέσεις σε διάφορες λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Τον έχω ακούσει να παρουσιάζει βιβλία. Κάποια στιγμή, μου συστήθηκε και αγκαλιαστήκαμε με συγκίνηση αναγνώρισης.

Από τότε, κάθε φορά που συναντιόμαστε, μου λέει το φαινομενικά παράξενο: «δεν έχω σκληρά γένια, έχω ξυριστεί». Αυτό έχει μια ιστορία, και οφείλεται σε μια δική μου αδιακρισία. Τα πράγματα έχουν ως εξής:

Σε εκείνην, την πρώτη αγκαλιά και το συντροφικό φιλί στο μάγουλο οφείλεται – ας μου το συγχωρήσει ο Διονύσης – μια πρώτη αίσθηση τραχύτητας, που ένιωσα και που αργότερα το χρησιμοποίησα, όπως κάνουν οι γραφιάδες, για να χαρακτηρίσω την ποίησή του.

Είχα γράψει : «Μια ποίηση σαν σκληρά αξύριστα γένια σε μάγουλο ανδρός. Που τρυφερεύεσαι αγγίζοντας, αλλά σε ξεβολεύει, ερεθίζει το δέρμα, σημαδεύει, πονά

Η ποίηση δηλαδή είναι σωματοποιημένη στο Διονύση.

Πρόκειται για ένα εκπληκτικό ταλέντο, ένα ποιητικό σφρίγος, μια σκληρά διατυπωμένη ευαισθησία που συνοδεύονται από μια εξαιρετική παιδεία και ένα ήθος σπάνιο για την εποχή μας. Διαβάζω τα κείμενά του, όταν είναι κριτικός αναγνώστης για βιβλία άλλων και θαυμάζω την ευθυκρισία, τη διαύγεια και την καλλιέργεια. Έχει και άλλες πλευρές η δημιουργικότητά του βεβαίως. Δεν γνωρίζω τη δημοσιογραφική. Γνώρισα πρώτα την πεζογραφική με τη νουβέλα του «Η τελευταία πόλη» και ένοιωσα αμέσως ότι αυτό το παιδί μιλά για το σκοτάδι με ένα τρόπο αλλιώτικο. Εχει την ικανοτητά να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με σπάνιες οδυνηρές ποιητικές αλληγορίες, με εικόνες που μόνο αυτός μπορεί να βλέπει. Μια τοπολογία του ζόφου. Και τελικά μετουσιώνει σε ποίηση αυτόν τον ζόφο, βρίσκει το δρόμο μέσα στο σκοτάδι… Το έργο του αυτό, είχα την χαρά να το προτείνω στα Θεατρικά Αναλόγια, στο Πρόγραμμα θεατρικής διασκευής θεατρικών κειμένων του Γιώργου Χατζιδάκη, πριν δυο χρόνια και ανέβηκε στη σκηνή του Cabaret Voltaire. Διαβάζω τις ποιητικές αστραπές στη σελίδα του στο διαδίκτυο και μένω άφωνη. Είτε ποιητική πρόζα είτε ελεύθερος στίχος, όλα είναι μια ενότητα. Η πρόσφατη ποιητική του συλλογή όμως, η Αναμνέζα πολύτιμη, Μια δημιουργική πνοή, μια ευαισθησία, μια λογιότητα. Ένα ευγενές μετάλλευμα έχει βγει στην επιφάνεια με την παρουσία του νέου αυτού ποιητή. Πιστεύω ότι έχει να δώσει πολλά. Ποίηση που συγκινεί – μιλά τη σκληρή γλώσσα των ματιών. Τα χαλίκια που πληγώνουν όποιον διαβάζει. Να είναι γερός, τον αγαπάμε. Εχει πολλά να δώσει στην ποίηση. Τον άκουσα κάποτε να λέει, ότι δεν τον έχει ανάγκη η λογοτεχνία, Αυτός την έχει ανάγκη. Αυτό ακριβώς είναι, αυτή η στάση η αγαπητική, της απόλυτης δικής του ανάγκης που δίνει στο έργο του την ατόφια αίσθηση χάριτος που διαθέτει. Χαρισματικός. Τον έχουμε ανάγκη να γράφει.

Πόλυ Χατζημανωλάκη Σεπτέμβριος 2014





Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Ασημίνα Ξηρογιάννη σε ερώτηση της για το αν πιστεύει στα λογοτεχνικά βραβεία αναφέρει : Πιστεύω στα βραβεία των άλλων, όπως και στο χρήμα των άλλων και την εξουσία των άλλων. Δεν έχω τους ώμους του Χριστιανόπουλου να τα αρνηθώ, αν ποτέ μου έρθουν, αλλά δεν τα έβαλα και στο μυαλό μου ως αυτοσκοπό. Δεν έχω σκοπούς και αυτοσκοπούς.

περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ



Γράφει η Μίνα Ξηρογιάννη // *

anamneza
«Αναμνέζα» του Διονύση Μαρίνου, εκδ. «Γαβριηλίδης», σελ. 72

Το 2011 είχαμε συναντηθεί για να μιλήσουμε για τις «Πληγές» μου. Τώρα συναντιόμαστε πάλι για να μιλήσουμε για τις Αναμνήσεις του. «Aφού το ξέρεις ότι για τα κείμενα που αγαπώ, με κείμενα μιλώ», του είπα. Το ξέρεις, οι αναμνήσεις δεν μπαίνουν εύκολα σε τάξη, δεν αξιολογούνται, δεν επιλέγονται καν πολλές φορές, αυτοεπιλέγονται κυρίως. Πολλές φορές, όση θάλασσα κι αν μεσολαβήσει ανάμεσα σε μας και τις αναμνήσεις μας, η αίσθηση δεν σβήνεται, η αίσθηση που αυτές αποπνέουν πάντα μας ακολουθεί, κάτι σαν την Πόλη του Καβάφη ,ας πούμε. Όπως και να” χει είμαστε οι αναμνήσεις μας. Και οι αναμνήσεις είναι εμείς. Εμείς. Εγώ. Εσύ, το ή τα υποκείμενα ή και τα αντικείμενα ακόμα της γραφής. «Γράφω ποίηση: Mεριμνώ για τον γκρεμό μου υπό σκιάν». Μας προειδοποιεί ο Διονύσης Μαρίνος στις πρώτες σελίδες του πρώτου ποιητικού του βιβλίου. Εμπεριέχει αυτή η δήλωση και έναν ορισμό για την ποίηση. Έναν ορισμό που υπογραμμίζει την επικινδυνότητα που συνεπάγεται το να γράφει κανείς ποίηση. “Η αλλιώς υπαινίσσεται το ρόλο της αληθινής ποίησης :να είναι επικίνδυνη. Η ποίηση πρέπει να είναι επικίνδυνη με την έννοια του να αναταράσσει τα λιμνάζοντα ύδατα, να ταρακουνά, να ξεβολεύει. Και ο Διονύσης επιφέρει ένα τέτοιο αποτέλεσμα με τη γραφή του. Μπορεί -πλάθοντας λέξεις- να δηλώνει «εξώστιχος» και «αλεξίκενος» για να πάρει αποστάσεις από τα πράγματα, όμως είναι εντέχνως δεόντως επικίνδυνος. Επικίνδυνος ως προς την πολύ ιδιαίτερη χρήση της κοινής μας γλώσσας, την οποία καθιστά ανοίκεια και θαρραλέα ανασημασιοδοτεί ,ανασυγκροτώντας τον κόσμο και προτείνοντας ταυτόχρονα μια κριτική θεώρησή του ήδη υπάρχοντος. Μοντέρνοι, ανθεκτικοί και ατίθασοι γλωσσικοί συνδυασμοί πολιορκούν τον αναγνώστη. Στίχος ελεύθερος, λόγος πυκνός, σφικτός, μεστός, στοχευμένος. Λέξεις αυστηρά επιλεγμένες. Λέξεις όχι με ευκολία και ελαφρά τη καρδία συνταιριασμένες. Έχει σβήσει πολλά και περικόψει για να υπάρξει και να σταθεί και να ανθίσει. Δεν είναι ο απροκάλυπτος στοχασμός που υπερισχύει. Αντίθετα είναι καλυμμένος από μια γλώσσα που «δείχνει», από άπειρα ρήματα που μας εισάγουν σε θαυμαστές δράσεις. Άπειρη ενέργεια. Άπειρες ροές ενέργειας. Ευτυχώς με μέτρο τα επίθετα, δεν κουράζουν. Ένας ενεστώτας συνεχής, αέναος δίνει τον τόνο. Ένα αιώνιο παρόν. Στο τώρα όλα. «Τώρα» εδώ ίσως και να σημαίνει «πάντα». Βλέμμα κοφτερό, ανατρεπτικό και διεισδυτικό ,παραθέτει τη δική του ξεχωριστή και λοξή οπτική πάνω σε ζητήματα, πράγματα κοινά, που όλοι μοιραζόμαστε και όλους μας αφορούν. O κόσμος, το σώμα, οι λέξεις, το τέλος, ο φόβος.
«και ο φόβος μας ήταν παιδί», λέει κάπου.

περισσότερα διαβάστε εδώ




η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Εύη Γκάλαβου


Σχόλια