Ρίζες

    


Έκλεισε πίσω της την πόρτα της δημοτικής βιβλιοθήκης, κατέβηκε ήρεμα και αγόγγυστα τα λιγοστά σκαλοπάτια και φύλαξε το παιδικό βιβλίο που δανείστηκε για τον πρίγκιπά της, μέσα στις χούφτες τις. Κοντοστάθηκε για μερικά λεπτά και έκανε μια περιστροφή γύρω από τον κορμό της. Κόσμος λογής-λογής γύρω της, άλλοι βιαστικοί, άλλοι σκεπτικοί περνούσαν, μα όλοι τους είχαν ένα βλέμμα χαμένο και σκοτεινό. Τότε άρχισε να πλάθει ιστορίες με το νου για να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο και να κλείσει στην ψυχή της την ομορφιά.
   Μια μελωδία που προερχόταν από την τσάντα της σκορπίστηκε έξω, απομάκρυνε το σκεπτικό της πνεύμα και την προσγείωσε απότομα στη γη. Απάντησε στο τηλεφώνημα ξερά και συμφώνησε με το συνομιλητή της να δώσουνε ραντεβού σ’ ένα απ’ τα πιο γνωστά καφέ της πόλης. Στη διαδρομή που ακολούθησε κοίταξε ένα άδειο παγκάκι. Λιγοστά γυμνά δέντρα, ριζωμένα στη γη, ταξίδευαν ίσως κι εκείνα μ’ όσα άκουγαν και έβλεπαν να διαδραματίζονται μπροστά τους και κάτω στις ρίζες τους. Σκέφτηκε προς στιγμήν πως αν είχαν χέρια θα έτειναν τα γυμνά τους οστά για να χαιρετίσουν τους περαστικούς. Τι θα μπορούσαν άραγε να τους ζητήσουν;
   Μ’ αυτές τις σκέψεις αποφάσισε να καθίσει σ’ ένα απ’ τα πολλά παγκάκια του πάρκου, κάτω από ένα γυμνό αλλά όλο ζωή δέντρο. Το περιεργάστηκε πολλή ώρα με απλόχερη ματιά. Προς στιγμήν νόμισε πως το δέντρο κοκκίνισε και έτεινε να καλύψει τη γύμνια του με τα ξερά του κλαδιά. 
   «Τι θα μπορούσες να ζητήσεις;» απευθύνθηκε στο δέντρο. 
   «Συντροφιά ίσως; Δίπλα σου έχεις συνοδοιπόρους. Τι ειρωνικό…» είπε και χαμογέλασε. «Συνοδοιπόρους, μονολόγησε, τι άτοπη σκέψη! Ριζωμένο έτσι στη γη καθώς είσαι, τι πορεία καημένο μου να ακολουθήσεις;» και συνέχισε τις σκέψεις που την κατέκλυζαν:
   «Αν μπορούσες, με τα ίδια σου τα χέρια να ξερίζωνες τις ρίζες σου και να γινόσουν νομάς, ίσως πιο ευχάριστη και διασκεδαστική να ήταν η ζωή σου! Αχ, ταλαίπωρο μου δέντρο!».
   «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως τώρα δεν περνώ όμορφα;» μίλησε εκείνο κουνώντας σαν δάχτυλα ανθρώπινου χεριού τα κλαδιά του για να δώσει έμφαση στα λόγια του. 
   Στο άκουσμα της υποτιθέμενης ερώτησης η κοπέλα τίναξε τα ξανθιά μαλλιά της και ρίγος διαπέρασε το κορμί της σαν να την είχε αγγίξει ηλεκτροφόρο καλώδιο. Αναρωτήθηκε αν η ερώτηση έβγαινε από μία φωνή του εσωτερικού της κόσμου ή είχε χάσει τα λογικά της πιστεύοντας σε δέντρα που κλέβουν τις ανθρώπινες ζωές και προσφέρονται να βοηθήσουν όποιον τους χρειάζεται. Αυτό το πλάσμα της φαντασία όμως ήταν ο καθρέπτης της ευαίσθητης ψυχής της, μιας ραγισμένης καρδιάς που πείσμωνε στη μοναξιά κι επινοούσε φίλους που της λείπανε, ποθώντας απέραντη στοργή και καθησυχαστικά αγγίγματα. 
   Έστρεψε καχύποπτα το βλέμμα της ψηλά στην κορυφή του δέντρου. Δάκρυσε, παραδέχτηκε πως μέσα της το κρύο ετούτο δέντρο άπλωνε ρίζες, που μεγάλωναν με τον καημό. Γυμνό δέντρο ήταν ολόκληρη η ζωή της, χωρίς πρασινάδα, δροσιά κι ένα στήριγμα σε γερό κορμό, ένα φίλο καρδιακό και συμπαραστάτη στα δύσκολα! Ριζωμένη στη γη, αδύναμη να ξεριζώσει τις αυτοφυείς σάρκες της από μια ζωή που κυλά στο χρόνο χωρίς τη δική της παρουσία. Μια ζωή που φανερά την έβαλε στην άκρη, μια μοίρα που λίγες φορές τις έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και την αποζημίωσε με ανέλπιστες χαρές. Απούσα γιατί δεν μπορούσε να δρέψει από τη ζωή της γευστικούς καρπούς, μόνο πίκρες, πόνους κι απογοήτευση για τα λάθη της. Συνοδοιπόρος σε μια κατά φαντασίαν επινοημένη διαδρομή ζωής, που στην τελική παρέμενε στάσιμη.
   Ένιωσε ένα σιδερένιο κόμπο στο λαιμό της. Πάλεψε για μερικές ανάσες ζωής. 
   «Θέλω αέρα!» σκέφτηκε και προσπάθησε να ξεκουμπώσει το παλτό της. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στο μέτωπο, έπεσαν μ’  όλο το βάρος τους στα βλέφαρα που είχαν αποτινάξει οι πρησμένοι βολβοί των ματιών. Με μιας εκείνα έκλεισαν, το σώμα σωριάστηκε στο χώμα και κάποιοι περαστικοί έτρεξαν για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες. 
   «Πνίγεται!» φώναξε ένας περαστικός.
   «Γρήγορα ένα ασθενοφόρο!» φώναξε σπαραχτικά μια γυναίκα παραδίπλα.
   Προσπάθησε να σηκωθεί μα ένιωθε πως έχει ριζώσει εκεί χάμω. Έδινε εντολές στο σάπιο σώμα να κινήσει το χέρι της, να πιάσει το παιδικό παραμύθι, μα δεν τα κατάφερε.
   «Μαλάξεις και το φιλί της ζωής!» άκουγε από πάνω της να λένε, ενώ διατηρούσε ανοικτά ακόμη τα μάτια της.
   «Δώστε μου ζωή!» πάλευε να φωνάξει. Δεν έβγαινε ούτε ανάσα απ’ τα σωθικά της. Εκεί κάτω ξαπλωμένη στην κρύα γη, φιγούρες ακαθόριστες να μπερδεύονται με κομμάτια σκοτεινού ουρανού και η κορυφή του δέντρου να γέρνει προς το σώμα της απειλητικά, να νιώθει ανατριχιάζοντας πως οι ρίζες του έφτασαν μέχρι την καρδιά της! 
   «Θαύμα, Θεέ μου, είσαι παρών, Θαύμα!!!», μια γυναίκα παραληρούσε πάνω απ’ το ασθενικό της στέρνο που τώρα πάλλονταν ακανόνιστα, σαν ένα νεογέννητο ον. 
   «Ζήσε!», μια λέξη μονάχα έφτασε στ’ αυτιά της, να ήταν άραγε πάλι η εξωτερικευμένη εσωτερική της ανάγκη; 
   Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια της, είδε πως βρισκόταν μέσα στο ασθενοφόρο και της είχαν φορέσει μία μάσκα οξυγόνου, ενώ τα χέρια της ήτανε βαριά, το ίδιο και τα πόδια της. 
  «Ακόμα ριζωμένα, σκέφτηκε, όχι όμως για πολύ ακόμα».
   Με το βλέμμα στραμμένο ψηλά άγγιξε μία αποκαλυπτική σημασία, που έκανε την μαραμένη και ξεραμένη μέχρι τώρα ζωή της, να πάρει ξαφνικά άλλη πορεία. Η φιγούρα του δέντρου έμοιαζε να ξεθωριάζει.
   Τα πόδια της λύθηκαν από τον επικίνδυνο  κόμπο που τα είχε δέσει η απειλή του θανάτου. Το βλέμμα της έλαμψε. Τότε κατάλαβε πως το δέντρο ήταν ένας μεγάλος φίλος που παρουσιάστηκε απρόσμενα σε μία εντελώς συνηθισμένη μέρα της, για να της δώσει ένα ωφέλιμο μάθημα.
   «Ζήσε!» της φώναξε χαμογελαστό, «Ζήσε παρ’ όλες τις αντιξοότητες!» επέμενε κι έριχνε πάνω της τα φύλλα του σαν χάδια και φιλιά. Αυτό ακριβώς σκόπευε η κοπέλα ν’ ακολουθήσει σ’ όλη της τη ζωή!

Εύη Γκάλαβου.


Σχόλια