Δολοφονική αυτοχειρία. (Ολόκληρο το βραβευμένο διήγημα)



Δολοφονική αυτοχειρία

      4:00 το ξημέρωμα.
      Το κορμί του αιωρούνταν μαζί με τη θηλιά στο λαιμό περασμένη, σε μια σιδερένια μπάρα που κρέμονταν από το ταβάνι, όπου γύμναζε το κορμί του και τα χέρια του. Ένας κόμπος δεμένος, σφιχτά τυλιγμένος γύρω από το λαιμό του, με το κορμί ασάλευτο και παγωμένο ώρες εκεί μοναχό του. Ένα σημείωμα στο γραφείο, στον πάνω όροφο για τη μοναδική υπάλληλο που αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει κι ας μην την πλήρωνε εδώ και μερικούς μήνες.
      "Δεν αντέχω, είναι απλό", γραμμένο με στυλό. Χέρι σταθερό και αποφασισμένο, χωρίς ίχνος παραμικρού ενδοιασμού για την ακροτελεύτια πράξη σε μια ζωή γεμάτη αναμνήσεις, όνειρα, επιθυμίες, θέλω και μπορώ. Μια πράξη εκούσια και όμως δολοφονική, με πραγματικούς ενόχους πάντα ασύλληπτους.
      Ένας  γλόμπος κρεμασμένος και αυτός από το ταβάνι, το μοναδικό φως στο χώρο, να πλανάται και να περιστρέφεται γύρω απ' το άψυχο κορμί. Του κάνει παρέα αμίλητο, σαν ένα ακόμα πτώμα δίπλα του. Ένα άδειο αντικείμενο τόσο φωτεινό,  μα τόσο μονότονο, τόσο βαρετό. Η σκιά απ' το κορμί του, ατάραχη, ζωγραφίστηκε με μαύρο πινέλο στα μουντά μπλε πλακάκια του υπογείου. Μπλε βιβλιοθήκες ολόγυρα με έγγραφα, βιβλία για οικονομικές λύσεις και έξυπνες φοροαπαλλαγές, ντοσιέδες πολύχρωμοι που έδιναν μια υποψία ζωής στο κλειστοφοβικό τούτο περιβάλλον, σκονισμένα χρόνια τώρα εκεί παρατημένα. Να φοβάσαι να τα πλησιάσεις, να τρομάζεις καθώς θα τα ανοίγεις απ’ όσα θα αναπηδήσουν από την κοιλιά τους, από τις κιτρινισμένες σελίδες, τις φθαρμένες, τις σαλιωμένες και χιλιομετρημένες, που πάντα έβγαζαν το ίδιο αποτέλεσμα· μηδέν εις το πηλίκον. Και πάντα το αρνητικό πρόσημο ήταν πρωταγωνιστής στις αριθμητικές πράξεις. Καβγάδιζε εκείνο σαν γάτα με σηκωμένο τρίχωμα και νύχια έτοιμα να αντιμετωπίσουν το σκύλο πρόσθεση. Πάντα πετύχαινε η αφαίρεση, να βγει νικήτρια. Παλιά φωτοτυπικά μηχανήματα κοιμόνταν βαριά, χωρίς να ενοχληθούν απ' ότι τραγικό διαδραματίστηκε γύρω τους. Ξύπνησαν από την αυτοχειρία του κανενός. Σάλεψαν λίγο, μούγκρισαν διαμαρτυρόμενοι για το συνεχές θαμπό κίτρινο φωτισμό, αλλά βυθίστηκαν ξανά στην τρύπα της ανίας. Μια αράχνη αναρριχήθηκε κατά μήκος του νεκρού πτώματος, χωρίς όμως να βρει ένα ενδιαφέρον κατάλυμα. Ζήτησε απεγνωσμένα να φωλιάσει στα σπανά μαλλιά του, να ομορφύνει τον χώρο με τον αραχνοΰφαντο ιστό της. Ο αυτόχειρας δεν έδειχνε να ενοχλείται από τη δηλητηριώδη επισκέπτρια.. Τίποτα δεν θα τον ενοχλούσε από εδώ και πέρα· ούτε οι επιταγές, ούτε οι προμηθευτές, ούτε οι αμοιβές των υπαλλήλων, ούτε η εφορία, ούτε οι δανειστές, μήτε οι τοκογλύφοι!
      Θα σωνόταν! Αυτό συλλογίζονταν όταν περνούσε τη θηλιά γύρω από το λαιμό του και έκλεινε τα μάτια, πριν ακόμα πάρει τα πόδια του από το σκαμπό και το σπρώξει με αποφασιστικότητα κάτω στο μουντό μπλε πάτωμα. Δική του οικογένεια δεν είχε προλάβει να δημιουργήσει, δεν του άφησαν το περιθώριο, τη δυνατότητα, τα έξοδα, η ύφεση της χώρας, οι περικοπές στην υγεία, η αύξηση των φόρων. Ίσως και όλα αυτά να ήταν απλές δικαιολογίες του μυαλού του. Ίσως να υπήρχε περιθώριο, όπως στις σελίδες του τετραδίου που σημείωνε τις οφειλές των αγοραστών, και να μην το εκμεταλλεύτηκε όταν θα έπρεπε. Στην μέχρι τότε απλοϊκή και μονότονη ζωή υπήρχε ο αδερφός του και η γριά μάνα του. Στα 40 του χρόνια, με τα τόσα οικονομικά προβλήματα, γιατί να κοιτάξει τη ζωή; Γιατί να ερωτευθεί, γιατί να αγαπήσει, γιατί να εργαστεί; Άλλωστε ένιωθε πως δεν πρόσφερε ποτέ τίποτα σ’ αυτήν τη χώρα  Προσωπικός κόπος και ιδρώτας δουλειάς δεν εκτιμήθηκε από την πολιτεία τόσα χρόνια, ούτε η συνέπεια του στις πληρωμές χρεών, ούτε η προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Γιατί να αγχωθεί αν θα πληρώσει ή αν θα κατασχεθεί όλη η περιουσία του, που πάσχισε με αμείωτο ζήλο και πειθαρχία να δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί να μοχθήσει; Ένα κίνητρο δεν του δόθηκε, μια ευκαιρία ακόμα στη ζωή ζητούσε σαν επαίτης.
      "Είναι απλό", κουράστηκε... έτσι έγραψε... κουράστηκε, είναι απλό! Του πήραν όλα τα όνειρα, τη θάλασσα, τον ουρανό, τους στόχους του, την υγεία του και στην τελική, του πήραν το πιο πολύτιμο δώρο και αγαθό· τη ζωή του! Γεννήθηκε χειμώνα και ο βίος του ήταν πάντα ένα καλοκαίρι. Αγάπησε και αγαπήθηκε παράφορα. Ερωτεύθηκε, έκλαψε, θρήνησε, γέλασε, πόνεσε, μα τώρα ήρθε η ώρα να εγκαταλείψει τη μάνα του και τον αδερφό του. Ναι, έτσι θα σωνόταν, αυτό πίστευε! Πώς να σταθείς δίπλα στη γριά μάνα και τι να της εξηγήσεις;
      - Ξέρεις μάνα, οι οφειλές του γιου σου ήταν το χέρι που του έδωσε το τελικό σπρώξιμο, εκεί στην άκρη του γκρεμού που είχε φτάσει;
      - Ξέρεις μάνα, είναι απλό, δεν άντεξε άλλο.
Δεν θα το πιστέψει. Θα αρνηθεί κάθε λογική εξήγηση που θα της δοθεί από χείλια συγγενών και θα βυθιστεί σ’ έναν κόσμο δικό της. Εκεί θα δώσει τη δική της εξήγηση, έναν λόγο τόσο τρομερό και φρικτό, που θα τρομάζει και η ίδια στην αναφορά του και μόνο. Κι έτσι θα κυλάνε οι μέρες και οι μήνες και δεν θα ξεχαστεί, μέχρι να βαρεθεί ο τούτος μεταβατικός κόσμος και να τη διώξει.
      Ο γιος της ήταν πάντα ένας αγωνιστής. Έτσι πίστευε ή έτσι ήθελε να πιστεύει, ένας φιλήσυχος άνθρωπος, μια ευγενική ψυχή που δεν διαμαρτυρόταν ποτέ και για τίποτα. Ένα από τα πολλά του λάθη. Είχε χάσει το πάθος για τη ζωή, δεν αγωνίζονταν, δεν διαμαρτύρονταν, δεν κατέβαινε σε πορείες στο Σύνταγμα με το εξοργισμένο πλήθος, να κρατά σημαίες και πανό, παρά δέχονταν αδιαμαρτύρητα την πορεία της ζωής του, όπως το 
μνημόνιο όριζε. Έσκυβε μονάχα πάνω απ’ τα χαρτιά του και τους ντοσιέδες σαν ένας βιολόγος, κάτω από το φως στο εργαστήριο του, να πιάνει κάθε δεκάδα και χιλιάδα σε ευρώ, με τη λαβίδα κάτω απ’ το μικροσκόπιο και να πεισμώνει ν’ αναλύει ένα- ένα τα οικονομικά προβλήματα.
      Μονάχα αυτά, τα δυο τελευταία χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα, όταν της έστελνε γράμματα -γιατί και οι τηλεφωνικές συνομιλίες κόστιζαν πλεον μια περιουσία- εκεί έδειχνε έναν άλλον· έναν απογοητευμένο άντρα, έναν προβληματισμένο ονειροπόλο, έναν ξεχασμένο πίσω στο χρόνο αιώνιο ρομαντικό, χωρίς οικονομική στήριξη απ’ την πολιτεία, χωρίς ψυχολογική βοήθεια, ένας άλλος γιος, βαθειά βουτηγμένος σε σωρεία σκέψεων, ερωτημάτων, ανησυχιών.
      Τα είχε τόσο ωραία αναπαραστήσει με το νου του, προκαταβολικά, μια οικογένεια στο μυαλό. Μια όμορφη, στοργική, με καμπύλες γυναίκα,  2-3 παιδιά να παίζουν ανέμελα, χαρούμενα σ’ έναν κήπο. Εκείνος να είναι ζωγραφισμένος πάνω σ’ έναν πολύτιμο καμβά, από τα δικά του χέρια και φυτεμένα λογής-λογής λουλούδια, τα παιδιά να τρέχουν, να τον κυνηγούν γύρω-γύρω από ένα κάτασπρο σιντριβάνι και αυτός να προσποιείται πως γλιστράει και πέφτει κάτω και τον πιάνουν από τα πόδια και μετά ξανά να παίζουν κρυφτό και κείνη να τους βλέπει και να χαμογελά…
      Που πήγαν αυτά τα όνειρα; Πώς άφησε την οικονομική κρίση στην Ελλάδα να του γκρεμίσει όσα ποθούσε και λαχταρούσε να ζήσει; 40 χρόνια ζωής…, έτσι… απλά.  Γιατί έρχονταν μνημόνια και μέτρα και ζητούσαν και ζητούσαν τις ανάσες όλων, τα όνειρα όλων, τις επιθυμίες να τις κατασπαράξουν, γιατί ζήλευαν, ναι ζήλευαν τα χαμόγελα, την ευτυχία, την ανεμελιά, την κλεψιά, τις μίζες, το παρακράτος, όλα τα φανερά και όλα τα υπόγεια. Η μόνη έγνοια των μνημονίων ήταν να διορθώσουν τους Έλληνες, γιατί ήταν όλοι λάθος. Έπρεπε να μπουν σε σειρά, να παράγουν για το μνημόνιο, να ζουν και να αναπνέουν για τα μέτρα. Έτσι απλά! Πίστευαν πως θα προχωρήσει η Ελλάδα, πίστευαν σε αυτήν, πίστευαν πως έχει αποθέματα υπομονής και ζήλιας αγωνιστικής, μα… Ο ένας πίσω απ’ τον άλλον πέφτει, λυγίζουν τα γόνατα από το βάρος, ένα βάρος που σηκώνουν στις πλάτες τους, εξαιτίας λανθασμένων πολιτικών κινήσεων. Να ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι, για κάθε δολοφονική αυτοχειρία στην Ελλάδα! Τα ψέματα των πολιτικών, οι φρούδες υποσχέσεις, το ιλουστρασιόν μέλλον. Ορίστε ποιοι είναι οι πραγματικά αγράμματοι, οι πραγματικά άξεστοι, οι πραγματικά ανήμποροι στο μυαλό να κυβερνήσουν μια χώρα, με τόσο βαρύ παρελθόν!  Και τώρα; Έτσι απλά, όλοι σ’ έναν γκρεμό της ζωής;
      Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε έξω από το εμπορικό μαγαζί του αυτόχειρα. Σειρήνες ουρλιάζουν, γυναίκες γεμίζουν το μαγαζί ξεφωνίζουν όλες μαζί, σπρώχνουν η μία την άλλη, η μυρωδιά μέσα έχει γίνει αφόρητη, λείπει ο αέρας. Η μάνα, κάτω στο υπόγειο, πεσμένη στα γόνατα, δίπλα στο άψυχο κορμί του παιδιού της. 
      - Ήταν δειλός! Ακούστηκε μια φωνή δυνατή.
      - Όχι! Φωνάζει  η μάνα του. Ο γιος μου δεν υπήρξε ούτε στιγμή δειλός! Η κοινωνία φταίει! Η κοινωνία που είναι άτιμα οργανωμένη, με το ισχύον σύστημα και εξαθλιώνει τους ανθρώπους με την εκμετάλλευση και με την αμάθεια.
      - Όχι! Φωνάζει ξανά η μάνα του. Και θα συνεχίζει να το φωνάζει κάθε βράδυ στον ύπνο της. Θα πασχίζει στον ξύπνιο της να τον κρατήσει ακόμα ζωντανό. Ανήμπορη, θλιμμένη, μα μέσα της θα καίει η φλόγα της ελπίδας. Αυτής που δεν κατάφερε να μείνει άσβεστη μέσα στο γιο της. Καίει μέσα της και είναι αρκετή να ζεστάνει και να μεταλαμπαδεύσει τη φλόγα και στο συνάνθρωπο της! Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο χείλος! Υπάρχει ακόμα χρόνος!  Είμαστε ακόμα εδώ και είμαστε ζωντανοί!

Εύη Γκάλαβου


B΄Βραβείο 3ου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος 2012 από το Λογοτεχνικό Περιοδικό Δευκαλίων ο Θεσσαλός, με θέμα "Σύγχρονη Νεοελληνική Κοινωνία Πραγματικότητα στις αρχές του 21ου αιώνα".

Σχόλια

Ο χρήστης Λάσκαρης Ζαράρης είπε…
Συγχαρητηρια Ευη! Πραγματι, το διηγημα σου ειναι πολυ ομορφο! Αφηγεισαι βεβαια μια δυσαρεστη πλευρα της συγχρονης ελληνικης κοινωνιας, η οποια ομως αντιπροσωπευεται αμεσα -στο περιεχομενο και στην ουσια της- με τον τροπο της γραφης σου. Καλη συνεχεια στις διακρισεις σου!!!
Ο χρήστης Γυναίκα είπε…
Σε ευχαριστώ Λάσκαρη για τα καλά σου λόγια!! Καλή μας συνέχεια!